- αμέρδω
- ἀμέρδω (Α)1. αφαιρώ από κάποιον κάτι που τού ανήκει, στερώ, αποστερώ2. αποστερώ κάποιον από τα φυσικά του δικαιώματα3. (για τα μάτια) θαμπώνω, τυφλώνω4. (το ενεργητικό όπως και το μέσο με παθητική σημασία) στερούμαι, χάνω5. ό,τι και το αμέργω, δρέπω.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. συνδέεται ετυμολογικά με το αρχ. ινδ. mŗdnāti, mardati «συνθλίβω, κονιοποιώ» (πρβλ. και μαραίνω) ή σύμφωνα με άλλη άποψη συνάπτεται προς το βραδύς (< *μραδύς).ΠΑΡ. μσν. ἄμερσις.ΣΥΝΘ. αρχ. ἀμερσίγαμος].
Dictionary of Greek. 2013.